Η ονοματολογία που χρησιμοποιείται στην ελληνική γλώσσα για να αποδώσει
την ιδιότητα και τον ρόλο ενός επαγγελματία στον χώρο του επαγγελματικού
ήχου (professional audio) όπως: τεχνικός ήχου, ηχολήπτης, μηχανικός
ήχου, δημιουργούν συχνά σύγχυση. Μία μέθοδος ακριβέστερης και εγκυρότερη περιγραφής μπορεί να βασιστεί στο γερμανικό μοντέλο το οποίο
έχει αναπτυχθεί στηριγμένο στη μακρά παράδοση της Γερμανίας στη
μηχανική ήχου, λόγω κυρίως της αντίστοιχης παράδοσής της στη βιομηχανική
παραγωγή και τη μουσική. Με βάση το γερμανικό μοντέλο ισχύουν:
1. Tontechniker (Audio Technician): Χειρίζεται εξοπλισμό και συσκευές διαχείρισης και επεξεργασίας ακουστικών σημάτων σε πληθώρα εφαρμογών όπως τα στούντιο ηχογράφησης, οι ζωντανές παραστάσεις και συναυλίες, η τηλεόραση και το ραδιόφωνο. Συχνά εγκαθιστά συστήματα αναπαραγωγής ήχου.
2. Tonmeister (Sound Master): Έχει πλήρη και ολοκληρωμένη θεωρητική γνώση και πρακτική κατάρτιση στα θέματα του ήχου έχοντας πανεπιστημιακές γνώσεις ακουστικής, ηλεκτρακουστικής, ψυχοακουστικής, ηχοληψίας ενώ παράλληλα έχει σπουδάσει μουσική και στοιχεία μουσικολογίας σε πανεπιστημιακό επίπεδο. Συχνά ασχολείται με την ηχογράφηση μουσικών έργων και την παραγωγή μουσικής μέσα στο στουντιακό περιβάλλον.
3. Toningenieur (Audio Engineer): Σχεδιάζει, επιβλέπει την κατασκευή,
συντηρεί και επισκευάζει συσκευές ήχου. Σχεδιάζει εγκαταστάσεις
ηχογραφήσεων και συστήματα ενίσχυσης και αναπαραγωγής ήχου. Ανάλογα με την εξειδίκευσή του μπορεί να εργάζεται στον τομέα της πληροφορικής και του προγραμματισμού δημιουργώντας προγράμματα (software) διαχείρισης και επεξεργασίας του ήχου.
Η ειδίκευση 1 δικαιολογεί τον τίτλο Τεχνικός Ήχου (Audio Technician) - Ηχολήπτης, ενώ οι ειδικεύσεις 2 και 3 τον τίτλο Μηχανικός Ήχου (Audio Engineer).